- αναθρώσκω
- ἀναθρῴσκω (Α)(για καπνό) πηδώ επάνω, αναπηδώ, ανυψώνομαι, ανεβαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + θρῴσκω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
προαναθρώσκω — Α 1. πηδώ εκ τών προτέρων 2. μτφ. αναφύομαι, ξεπετιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναθρῴσκω «αναπηδώ, τινάζομαι προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek
συναναθρώσκω — Α ανεβαίνω ψηλά μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναθρώσκω «ανεβαίνω, αναπηδώ»] … Dictionary of Greek